- πλούτιος
- πλούτιοςwealthymasc nom sgπλού̱τιος , πλοῦτος 2neut gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλούτιος — α, ον, Α βλ. πλούσιος … Dictionary of Greek
πλουτίων — πλούτιος wealthy fem gen pl πλούτιος wealthy masc/neut gen pl πλοῡτίων , πλοῦτος 2 neut gen pl (doric) πλουτέω to be rich pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούτιον — πλούτιος wealthy masc acc sg πλούτιος wealthy neut nom/voc/acc sg πλουτέω to be rich imperf ind act 3rd pl (doric) πλουτέω to be rich imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τ, τ — Το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό tâw (= σταυρός) που γραφόταν +, x. Στα αρχαία ελληνικά αλφάβητα το ταυ είχε το σχήμα που έχει και σήμερα, δηλαδή Τ. Από φωνητική άποψη, το ταυ της αρχαίας και της νέας… … Dictionary of Greek
πλούσιος — α, ο / πλούσιος, ία, ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α 1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος 2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ … Dictionary of Greek
Ι, ι — Το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό jôdh (= χέρι με τον πήχυ), του οποίου η γραφική παράσταση ήταν ή . Παρόμοιες ήταν οι πρώτες μορφές του ι στα ελληνικά αλφάβητα: ,, (Κρήτης, Θήρας). Μέχρι τον 7ο αι. π.Χ. η… … Dictionary of Greek